στυφίζω

στυφίζω
Ν [στυφός]
1. προσδίδω σε κάτι στυφή γεύση
2. (αμτβ.) έχω στυφή γεύση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στυφίζω — δίνω ή έχω γεύση στυφή: Τα κυδώνια μού στύφισαν το στόμα. – Το κρασί αυτό στυφίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστύφω — Α είμαι κάπως στυφός, στυφίζω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στύφω «είμαι στυφός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”